ὀνοματοθήρα

ὀνοματοθήρα
ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας
word-hunter
masc nom/voc/acc dual
ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας
word-hunter
masc voc sg (attic)
ὀνοματοθήρᾱ , ὀνοματοθήρας
word-hunter
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματοθήρας — ὀνοματοθήρᾱς , ὀνοματοθήρας word hunter masc acc pl ὀνοματοθήρᾱς , ὀνοματοθήρας word hunter masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονοματοθηρώ — ὀνοματοθηρῶ, άω (Α) [ονοματοθήρας] αναζητώ ονόματα, κυνηγώ λέξεις, είμαι λεξιθήρας («εἰπὲ οὖν ἡμῑν τι περὶ τούτων... καὶ μὴ ὀνοματοθήρα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”